Translation meaning & definition of the word "solvent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαλύτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Solvent
[Διαλύτης]/sɑlvənt/
noun
1. A liquid substance capable of dissolving other substances
- "The solvent does not change its state in forming a solution"
- synonym:
- solvent ,
- dissolvent ,
- dissolver ,
- dissolving agent ,
- resolvent
1. Μια υγρή ουσία ικανή να διαλύσει άλλες ουσίες
- "Ο διαλύτης δεν αλλάζει την κατάστασή του στη διαμόρφωση ενός διαλύματος"
- συνώνυμο:
- διαλύτης ,
- διαλυτικό ,
- διαλυτήσ ,
- διαλυτικός παράγοντας ,
- επιλυτικόσ
2. A statement that solves a problem or explains how to solve the problem
- "They were trying to find a peaceful solution"
- "The answers were in the back of the book"
- "He computed the result to four decimal places"
- synonym:
- solution ,
- answer ,
- result ,
- resolution ,
- solvent
2. Μια δήλωση που λύνει ένα πρόβλημα ή εξηγεί πώς να λύσει το πρόβλημα
- "Προσπαθούσαν να βρουν μια ειρηνική λύση"
- "Οι απαντήσεις ήταν στο πίσω μέρος του βιβλίου"
- "Υπολόγισε το αποτέλεσμα σε τέσσερα δεκαδικά ψηφία"
- συνώνυμο:
- λύση ,
- απάντηση ,
- αποτέλεσμα ,
- ψήφισμα ,
- διαλύτης
adjective
1. Capable of meeting financial obligations
- synonym:
- solvent
1. Ικανότητα εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων
- συνώνυμο:
- διαλύτης