Translation meaning & definition of the word "soluble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαλυτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soluble
[Διαλυτός]/sɑljəbəl/
adjective
1. (of a substance) capable of being dissolved in some solvent (usually water)
- synonym:
- soluble
1. (από μια ουσία) ικανό να διαλυθεί σε κάποιο διαλύτη (συνήθως υδατικό)
- συνώνυμο:
- διαλυτός
2. Susceptible of solution or of being solved or explained
- "The puzzle is soluble"
- synonym:
- soluble
2. Ευαίσθητο διάλυμα ή λύση ή εξήγηση
- "Το παζλ είναι διαλυτό"
- συνώνυμο:
- διαλυτός
Examples of using
Powder is soluble in water.
Η σκόνη είναι διαλυτή στο νερό.
The powder is soluble in water.
Η σκόνη είναι διαλυτή στο νερό.