Translation meaning & definition of the word "solstice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλεκτρικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Solstice
[Ηλιοστάσιο]/sɔlstɪs/
noun
1. Either of the two times of the year when the sun is at its greatest distance from the celestial equator
- synonym:
- solstice
1. Μία από τις δύο φορές του έτους που ο ήλιος βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόσταση από τον ουράνιο ισημερινό
- συνώνυμο:
- ηλιοστάσιο
Examples of using
We'll have to celebrate the winter solstice.
Θα πρέπει να γιορτάσουμε το χειμερινό ηλιοστάσιο.
We'll have to celebrate the winter solstice.
Θα πρέπει να γιορτάσουμε το χειμερινό ηλιοστάσιο.