Translation meaning & definition of the word "solo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σόλο" στην ελληνική γλώσσα
Solo
[Σόλο]noun
1. Any activity that is performed alone without assistance
- synonym:
- solo
1. Οποιαδήποτε δραστηριότητα που εκτελείται μόνη της χωρίς βοήθεια
- συνώνυμο:
- σόλο
2. A musical composition for one voice or instrument (with or without accompaniment)
- synonym:
- solo
2. Μουσική σύνθεση για μία φωνή ή όργανο (με ή χωρίς συνοδεία)
- συνώνυμο:
- σόλο
3. A flight in which the aircraft pilot is unaccompanied
- synonym:
- solo
3. Πτήση στην οποία ο πιλότος του αεροσκάφους είναι ασυνόδευτος
- συνώνυμο:
- σόλο
verb
1. Fly alone, without a co-pilot or passengers
- synonym:
- solo
1. Πετάξτε μόνοι, χωρίς συγκυβερνήτη ή επιβάτες
- συνώνυμο:
- σόλο
2. Perform a piece written for a single instrument
- synonym:
- solo
2. Εκτελέστε ένα κομμάτι γραμμένο για ένα μόνο όργανο
- συνώνυμο:
- σόλο
adjective
1. Composed or performed by a single voice or instrument
- "A passage for solo clarinet"
- synonym:
- solo
1. Αποτελείται από μία φωνή ή όργανο
- "Ένα απόσπασμα για σόλο κλαρινέτο"
- συνώνυμο:
- σόλο
adverb
1. Without anybody else or anything else
- "The child stayed home alone"
- "The pillar stood alone, supporting nothing"
- "He flew solo"
- synonym:
- alone ,
- solo ,
- unaccompanied
1. Χωρίς κανέναν άλλον ή οτιδήποτε άλλο
- "Το παιδί έμεινε μόνο στο σπίτι"
- "Ο πυλώνας στεκόταν μόνος του, μη στηρίζοντας τίποτα"
- "Πέταξε μόνος του"
- συνώνυμο:
- μόνος ,
- σόλο ,
- ασυνόδευτοσ