Translation meaning & definition of the word "solitaire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Solitaire
[Μοναξιά]/sɑlətɛr/
noun
1. A gem (usually a diamond) in a setting by itself
- synonym:
- solitaire
1. Ένα στολίδι (συνήθως ένα διαμάντι) σε ένα σκηνικό από μόνο του
- συνώνυμο:
- πασιέντζα
2. Extinct flightless bird related to the dodo
- synonym:
- solitaire ,
- Pezophaps solitaria
2. Εξαφανισμένο πουλί χωρίς πτήση που σχετίζεται με το ντόντο
- συνώνυμο:
- πασιέντζα ,
- Πεζόφαψ σολιταρία
3. A dull grey north american thrush noted for its beautiful song
- synonym:
- solitaire
3. Μια θαμπή γκρίζα τσίχλα της βόρειας αμερικής σημειώνεται για το όμορφο τραγούδι της
- συνώνυμο:
- πασιέντζα
4. A card game played by one person
- synonym:
- solitaire ,
- patience
4. Ένα παιχνίδι καρτών που παίζεται από ένα άτομο
- συνώνυμο:
- πασιέντζα ,
- υπομονή