Translation meaning & definition of the word "solidly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόλυτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Solidly
[Στερεά]/sɑlədli/
adverb
1. As an undiversified whole
- "The unions voted solidly for roosevelt"
- synonym:
- solidly
1. Ως αδιαφοροποίητο σύνολο
- "Τα συνδικάτα ψήφισαν σταθερά υπέρ του ρούσβελτ"
- συνώνυμο:
- στερεά
2. With strength and soundness
- "A solidly built house"
- synonym:
- solidly
2. Με δύναμη και ηχηρότητα
- "Ένα στερεά χτισμένο σπίτι"
- συνώνυμο:
- στερεά