Translation meaning & definition of the word "solidify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερεοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Solidify
[Στερεοποιώ]/səlɪdəfaɪ/
verb
1. Make solid or more solid
- Cause to solidify
- synonym:
- solidify
1. Κάντε στερεό ή πιο στερεό
- Αιτία στερεοποίησης
- συνώνυμο:
- στερεοποιώ
2. Become solid
- "The metal solidified when it cooled"
- synonym:
- solidify
2. Γίνομαι στερεός
- "Το μέταλλο στερεοποιείται όταν κρυώνει"
- συνώνυμο:
- στερεοποιώ