Translation meaning & definition of the word "solid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στερεό" στην ελληνική γλώσσα
Solid
[Στερεό]noun
1. Matter that is solid at room temperature and pressure
- synonym:
- solid
1. Ύλη που είναι στερεά σε θερμοκρασία δωματίου και πίεση
- συνώνυμο:
- στερεό
2. The state in which a substance has no tendency to flow under moderate stress
- Resists forces (such as compression) that tend to deform it
- And retains a definite size and shape
- synonym:
- solid ,
- solidness ,
- solid state
2. Η κατάσταση στην οποία μια ουσία δεν έχει τάση να ρέει κάτω από μέτρια πίεση
- Αντιστέκεται σε δυνάμεις (όπως η συμπίεση) που τείνουν να το παραμορφώσουν
- Και διατηρεί ένα συγκεκριμένο μέγεθος και σχήμα
- συνώνυμο:
- στερεό ,
- στερεότητα ,
- στερεά κατάσταση
3. A three-dimensional shape
- synonym:
- solid
3. Ένα τρισδιάστατο σχήμα
- συνώνυμο:
- στερεό
adjective
1. Characterized by good substantial quality
- "Solid comfort"
- "A solid base hit"
- synonym:
- solid
1. Χαρακτηρίζεται από καλή ουσιαστική ποιότητα
- "Στερεά άνεση"
- "Ένα στερεό χτύπημα βάσης"
- συνώνυμο:
- στερεό
2. Of definite shape and volume
- Firm
- Neither liquid nor gaseous
- "Ice is water in the solid state"
- synonym:
- solid
2. Από συγκεκριμένο σχήμα και όγκο
- Σταθερός
- Ούτε υγρό ούτε αέριο
- "Ο πάγος είναι νερό στη στερεά κατάσταση"
- συνώνυμο:
- στερεό
3. Entirely of one substance with no holes inside
- "A solid block of wood"
- synonym:
- solid
3. Εξ ολοκλήρου μια ουσία χωρίς τρύπες μέσα
- "Ένα στερεό μπλοκ του ξύλου"
- συνώνυμο:
- στερεό
4. Of one substance or character throughout
- "Solid gold"
- "Carved out of solid rock"
- synonym:
- solid
4. Μιας ουσίας ή χαρακτήρα σε όλη την
- "Στερεός χρυσός"
- "Χαραγμένο από στερεό βράχο"
- συνώνυμο:
- στερεό
5. Uninterrupted in space
- Having no gaps or breaks
- "A solid line across the page"
- "Solid sheets of water"
- synonym:
- solid
5. Αδιάλειπτος στο διάστημα
- Χωρίς κενά ή διαλείμματα
- "Μια σταθερή γραμμή σε όλη τη σελίδα"
- "Στερεά φύλλα νερού"
- συνώνυμο:
- στερεό
6. Providing abundant nourishment
- "A hearty meal"
- "Good solid food"
- "Ate a substantial breakfast"
- "Four square meals a day"
- synonym:
- hearty ,
- satisfying ,
- solid ,
- square ,
- substantial
6. Παροχή άφθονης θρέψης
- "Ένα πλούσιο γεύμα"
- "Καλή στερεά τροφή"
- "Πάρτε ένα σημαντικό πρωινό"
- "Τέσσερα τετραγωνικά γεύματα την ημέρα"
- συνώνυμο:
- εγκάρσιος ,
- ικανοποιητικός ,
- στερεό ,
- τετράγωνο ,
- σημαντικός
7. Of good quality and condition
- Solidly built
- "A solid foundation"
- "Several substantial timber buildings"
- synonym:
- solid ,
- strong ,
- substantial
7. Καλής ποιότητας και κατάστασης
- Στερεά χτισμένο
- "Σταθερό θεμέλιο"
- "Πολλά σημαντικά κτίρια ξυλείας"
- συνώνυμο:
- στερεό ,
- ισχυρός ,
- σημαντικός
8. Not soft or yielding to pressure
- "A firm mattress"
- "The snow was firm underfoot"
- "Solid ground"
- synonym:
- firm ,
- solid
8. Δεν είναι μαλακό ή αποδίδοντας στην πίεση
- "Σταθερό στρώμα"
- "Το χιόνι ήταν σταθερό κάτω από τα πόδια"
- "Στερεό έδαφος"
- συνώνυμο:
- σταθερός ,
- στερεό
9. Having three dimensions
- "A solid object"
- synonym:
- solid
9. Έχοντας τρεις διαστάσεις
- "Ένα στερεό αντικείμενο"
- συνώνυμο:
- στερεό
10. Impenetrable for the eye
- "Solid blackness"
- synonym:
- solid
10. Αδιαπέραστο για το μάτι
- "Στερεό μαύρο"
- συνώνυμο:
- στερεό
11. Financially sound
- "The bank is solid and will survive this attack"
- synonym:
- solid
11. Οικονομικά ακούγεται
- "Η τράπεζα είναι σταθερή και θα επιβιώσει από αυτή την επίθεση"
- συνώνυμο:
- στερεό
12. Of a substantial character and not frivolous or superficial
- "Work of solid scholarship"
- "Based on solid facts"
- synonym:
- solid
12. Ενός ουσιαστικού χαρακτήρα και όχι επιπόλαιου ή επιφανειακού
- "Έργο στερεάς υποτροφίας"
- "Βασισμένο σε στέρεα γεγονότα"
- συνώνυμο:
- στερεό
13. Meriting respect or esteem
- "An upstanding member of the community"
- synonym:
- upstanding ,
- solid
13. Αξίζουν σεβασμό ή εκτίμηση
- "Ένα ανεξάρτητο μέλος της κοινότητας"
- συνώνυμο:
- αντέχω ,
- στερεό
14. Of the same color throughout
- "Solid color"
- synonym:
- solid ,
- self-colored ,
- self-coloured
14. Το ίδιο χρώμα σε όλη την
- "Στερεό χρώμα"
- συνώνυμο:
- στερεό ,
- αυτο-χρωματισμένο
15. Acting together as a single undiversified whole
- "A solid voting bloc"
- synonym:
- solid ,
- unanimous ,
- whole
15. Ενεργώντας μαζί ως ένα ενιαίο αδιαφοροποίητο σύνολο
- "Ένα σταθερό μπλοκ ψήφου"
- συνώνυμο:
- στερεό ,
- ομόφωνος ,
- σύνολο