Translation meaning & definition of the word "solicitor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πολιτικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Solicitor
[Δικηγόρος]/səlɪsətər/
noun
1. A petitioner who solicits contributions or trade or votes
- synonym:
- solicitor ,
- canvasser
1. Ένας αναφέρων που ζητά συνεισφορές ή εμπορικές συναλλαγές ή ψήφους
- συνώνυμο:
- δικηγόρος ,
- καμβαστήσ
2. A british lawyer who gives legal advice and prepares legal documents
- synonym:
- solicitor
2. Ένας βρετανός δικηγόρος που παρέχει νομικές συμβουλές και προετοιμάζει νομικά έγγραφα
- συνώνυμο:
- δικηγόρος