Translation meaning & definition of the word "soldier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιο αστραφτερή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soldier
[Στρατιώτης]/soʊlʤər/
noun
1. An enlisted man or woman who serves in an army
- "The soldiers stood at attention"
- synonym:
- soldier
1. Ένας άνδρας ή μια γυναίκα που υπηρετεί σε ένα στρατό
- "Οι στρατιώτες στάθηκαν στην προσοχή"
- συνώνυμο:
- στρατιώτης
2. A wingless sterile ant or termite having a large head and powerful jaws adapted for defending the colony
- synonym:
- soldier
2. Ένα αφτερωτό αποστειρωμένο μυρμήγκι ή τερμίτης με μεγάλο κεφάλι και ισχυρά σαγόνια προσαρμοσμένα για την υπεράσπιση της αποικίας
- συνώνυμο:
- στρατιώτης
verb
1. Serve as a soldier in the military
- synonym:
- soldier
1. Υπηρετήστε ως στρατιώτης στο στρατό
- συνώνυμο:
- στρατιώτης
Examples of using
The soldier raised the flag.
Ο στρατιώτης σήκωσε τη σημαία.
A soldier is an anachronism of which we must get rid.
Ένας στρατιώτης είναι ένας αναχρονισμός για τον οποίο πρέπει να απαλλαγούμε.
The soldier was decorated for his brave deed.
Ο στρατιώτης ήταν διακοσμημένος για τη γενναία πράξη του.