Translation meaning & definition of the word "solder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντηρητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Solder
[Συγκολλητήσ]/sɑdər/
noun
1. An alloy (usually of lead and tin) used when melted to join two metal surfaces
- synonym:
- solder
1. Ένα κράμα (συνήθως μολύβδου και κασσίτερου) που χρησιμοποιείται όταν λιώνει για να ενώσει δύο μεταλλικές επιφάνειες
- συνώνυμο:
- συγκολλητήσ
verb
1. Join or fuse with solder
- "Solder these two pipes together"
- synonym:
- solder
1. Συνδεθείτε ή συγχωνεύστε με τη συγκόλληση
- "Συνδέστε αυτούς τους δύο σωλήνες μαζί"
- συνώνυμο:
- συγκολλητήσ