Translation meaning & definition of the word "sol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sol
[Σολ]/sɑl/
noun
1. A colloid that has a continuous liquid phase in which a solid is suspended in a liquid
- synonym:
- sol ,
- colloidal solution ,
- colloidal suspension
1. Ένα κολλοειδές που έχει μια συνεχή υγρή φάση στην οποία ένα στερεό αναστέλλεται σε ένα υγρό
- συνώνυμο:
- σολ ,
- κολλοειδές διάλυμα ,
- κολλοειδές εναιώρημα
2. (roman mythology) ancient roman god
- Personification of the sun
- Counterpart of greek helios
- synonym:
- Sol
2. (ρωμαϊκή μυθολογία) αρχαίος ρωμαϊκός θεός
- Προσωποποίηση του ήλιου
- Ομόλογος ελληνικού ηλίου
- συνώνυμο:
- Σολ
3. The syllable naming the fifth (dominant) note of any musical scale in solmization
- synonym:
- sol ,
- soh ,
- so
3. Η συλλαβή που ονομάζει την πέμπτη (δομιναντ) νότα κάθε μουσικής κλίμακας στην ηλιοποίηση
- συνώνυμο:
- σολ ,
- σω ,
- έτσι