Translation meaning & definition of the word "soiled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μουλιασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soiled
[Μουσκεμένος]/sɔɪld/
adjective
1. Soiled or likely to soil with dirt or grime
- "Dirty unswept sidewalks"
- "A child in dirty overalls"
- "Dirty slums"
- "Piles of dirty dishes"
- "Put his dirty feet on the clean sheet"
- "Wore an unclean shirt"
- "Mining is a dirty job"
- "Cinderella did the dirty work while her sisters preened themselves"
- synonym:
- dirty ,
- soiled ,
- unclean
1. Λερωμένο ή πιθανό να λερωθεί με βρωμιά ή βρωμιά
- "Βρώμικα ανελέητα πεζοδρόμια"
- "Ένα παιδί σε βρώμικες φόρμες"
- "Βρώμικες φτωχογειτονιές"
- "Σωροί βρώμικων πιάτων"
- "Βάλτε τα βρώμικα πόδια του στο καθαρό φύλλο"
- "Πήρα ένα ακάθαρτο πουκάμισο"
- "Η εξόρυξη είναι μια βρώμικη δουλειά"
- "Η σταχτοπούτα έκανε τη βρώμικη δουλειά ενώ οι αδελφές της προετοίμαζαν τον εαυτό τους"
- συνώνυμο:
- βρώμικος ,
- λερωμένο ,
- ακάθαρτος