Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "soggy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκυλί" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Soggy

[Συνωστισμένοσ]
/sɑgi/

adjective

1. (of soil) soft and watery

  • "The ground was boggy under foot"
  • "A marshy coastline"
  • "Miry roads"
  • "Wet mucky lowland"
  • "Muddy barnyard"
  • "Quaggy terrain"
  • "The sloughy edge of the pond"
  • "Swampy bayous"
    synonym:
  • boggy
  • ,
  • marshy
  • ,
  • miry
  • ,
  • mucky
  • ,
  • muddy
  • ,
  • quaggy
  • ,
  • sloppy
  • ,
  • sloughy
  • ,
  • soggy
  • ,
  • squashy
  • ,
  • swampy
  • ,
  • waterlogged

1. ( του εδάφους) μαλακό και υδαρές

  • "Το έδαφος ήταν βουλωμένο κάτω από το πόδι"
  • "Μια ελώδης ακτογραμμή"
  • "Εξεταστικοί δρόμοι"
  • "Υγρή πεδινή γη"
  • "Λασπώδης μπάρνιαρντ"
  • "Τεράστιο έδαφος"
  • "Η σκοτεινή άκρη της λίμνης"
  • "Βαλτώδης ξιφώδης"
    συνώνυμο:
  • παλιοπρακτικόσ
  • ,
  • ελώδησ
  • ,
  • μίρι
  • ,
  • τρυπητός
  • ,
  • λασπώδησ
  • ,
  • τεμπέλησ
  • ,
  • ακατάστατοσ
  • ,
  • υγρό
  • ,
  • τραχύσ
  • ,
  • βάλτο
  • ,
  • υδατοσφαίριση

2. Having the consistency of dough because of insufficient leavening or improper cooking

  • "The cake fell
  • It's a doughy mess"
    synonym:
  • doughy
  • ,
  • soggy

2. Έχοντας τη συνοχή της ζύμης λόγω ανεπαρκούς διόγκωσης ή ακατάλληλου μαγειρέματος

  • "Το κέικ έπεσε
  • Είναι ένα ζυμωτό χάος"
    συνώνυμο:
  • ζυμωμένος
  • ,
  • υγρό

3. Slow and apathetic

  • "She was fat and inert"
  • "A sluggish worker"
  • "A mind grown torpid in old age"
    synonym:
  • inert
  • ,
  • sluggish
  • ,
  • soggy
  • ,
  • torpid

3. Αργή και απαθής

  • "Ήταν χοντρή και αδρανής"
  • "Αργός εργαζόμενος"
  • "Ένα μυαλό που γίνεται φοβερό στα γηρατειά"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • αργός
  • ,
  • υγρό
  • ,
  • τρομώδησ