Translation meaning & definition of the word "softwood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλακό ξύλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Softwood
[Μαλακό ξύλο]/sɔftwʊd/
noun
1. Wood that is easy to saw (from conifers such as pine or fir)
- synonym:
- softwood ,
- deal
1. Ξύλο που είναι εύκολο να παρατηρηθεί (από κωνοφόρα όπως πεύκο ή έλατο)
- συνώνυμο:
- μαλακό ξύλο ,
- συμφωνία