Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "softness" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλακότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Softness

[Απαλότητα]
/sɔftnəs/

noun

1. The property of giving little resistance to pressure and being easily cut or molded

    synonym:
  • softness

1. Η ιδιότητα του να δίνει μικρή αντίσταση στην πίεση και να κόβεται εύκολα ή να διαμορφώνεται

    συνώνυμο:
  • απαλότητα

2. Poor physical condition

  • Being out of shape or out of condition (as from a life of ease and luxury)
    synonym:
  • unfitness
  • ,
  • softness

2. Κακή φυσική κατάσταση

  • Είναι εκτός σχήματος ή εκτός κατάστασης (ας από μια ζωή ευκολίας και πολυτέλειας)
    συνώνυμο:
  • ακαταλληλότητα
  • ,
  • απαλότητα

3. The quality of weather that is deliciously mild and soothing

  • "The day's heat faded into balminess"
  • "The climate had the softness of the south of france"
    synonym:
  • balminess
  • ,
  • softness

3. Η ποιότητα του καιρού που είναι υπέροχα ήπια και καταπραϋντική

  • "Η θερμότητα της ημέρας ξεθώριασε στο βάλσαμο"
  • "Το κλίμα είχε την απαλότητα του νότου της γαλλίας"
    συνώνυμο:
  • βαλσαμότητα
  • ,
  • απαλότητα

4. A state of declining economic condition

  • "Orders have recently picked up after a period of extreme softness"
  • "He attributes the disappointing results to softness in the economy"
    synonym:
  • softness

4. Μια κατάσταση φθίνουσας οικονομικής κατάστασης

  • "Οι παραγγελίες έχουν πρόσφατα πάρει μετά από μια περίοδο ακραίας απαλότητας"
  • "Αποδίδει τα απογοητευτικά αποτελέσματα στην απαλότητα στην οικονομία"
    συνώνυμο:
  • απαλότητα

5. A sound property that is free from loudness or stridency

  • "And in softness almost beyond hearing"
    synonym:
  • softness

5. Μια ηχητική ιδιότητα που είναι απαλλαγμένη από δυνατότητα ή κατοικία

  • "Και σε απαλότητα σχεδόν πέρα από την ακοή"
    συνώνυμο:
  • απαλότητα

6. A visual property that is subdued and free from brilliance or glare

  • "The softness of the morning sky"
    synonym:
  • softness

6. Μια οπτική ιδιότητα που είναι υποτονική και απαλλαγμένη από λαμπρότητα ή λάμψη

  • "Η απαλότητα του πρωινού ουρανού"
    συνώνυμο:
  • απαλότητα

7. Acting in a manner that is gentle and mild and even-tempered

  • "His fingers have learned gentleness"
  • "Suddenly her gigantic power melted into softness for the baby"
  • "Even in the pulpit there are moments when mildness of manner is not enough"
    synonym:
  • gentleness
  • ,
  • softness
  • ,
  • mildness

7. Ενεργώντας με τρόπο που είναι ήπιος και ομοιόμορφος

  • "Τα δάχτυλά του έχουν μάθει την ευγένεια"
  • "Ξαφνικά η γιγαντιαία δύναμή της έλιωσε σε απαλότητα για το μωρό"
  • "Ακόμα και στον άμβωνα υπάρχουν στιγμές που η ηπιότητα του τρόπου δεν είναι αρκετή"
    συνώνυμο:
  • ευγένεια
  • ,
  • απαλότητα
  • ,
  • ηπιότητα

8. The quality of being indistinct and without sharp outlines

    synonym:
  • indistinctness
  • ,
  • softness
  • ,
  • blurriness
  • ,
  • fogginess
  • ,
  • fuzziness

8. Η ποιότητα του να είναι αδιαμφισβήτητη και χωρίς αιχμηρά περιγράμματα

    συνώνυμο:
  • αδιακρίτωσ
  • ,
  • απαλότητα
  • ,
  • θολότητα
  • ,
  • ασαφής

9. The trait of being effeminate (derogatory of a man)

  • "The students associated science with masculinity and arts with effeminacy"
  • "Spartans accused athenians of effeminateness"
  • "He was shocked by the softness of the atmosphere surrounding the young prince, arising from the superfluity of the femininity that guided him"
    synonym:
  • effeminacy
  • ,
  • effeminateness
  • ,
  • sissiness
  • ,
  • softness
  • ,
  • womanishness
  • ,
  • unmanliness

9. Το χαρακτηριστικό του να είναι απολυμαντικό (δερμοπληξία ενός μαν)

  • "Οι μαθητές συνέδεσαν την επιστήμη με την αρρενωπότητα και τις τέχνες με την απολαυστικότητα"
  • "Οι σπαρτιάτες κατηγόρησαν τους αθηναίους για την απολυτότητα"
  • "Συγκλονίστηκε από την απαλότητα της ατμόσφαιρας που περιβάλλει τον νεαρό πρίγκιπα, που προέκυψε από την υπερφυσική"
    συνώνυμο:
  • αποβλακεία
  • ,
  • απολυμαντικότητα
  • ,
  • απουσία
  • ,
  • απαλότητα
  • ,
  • γυναικείο
  • ,
  • ανοησία

10. A disposition to be lenient in judging others

  • "Softness is not something permitted of good leaders"
    synonym:
  • softness

10. Διάθεση να είσαι επιεικείς στο να κρίνεις τους άλλους

  • "Η μαλακότητα δεν είναι κάτι που επιτρέπεται από καλούς ηγέτες"
    συνώνυμο:
  • απαλότητα