Translation meaning & definition of the word "softener" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πιο συμβολικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Softener
[Μαλακτικό]/sɔfənər/
noun
1. A substance added to another to make it less hard
- synonym:
- softener
1. Μια ουσία που προστίθεται σε μια άλλη για να το καταστήσει λιγότερο δύσκολο
- συνώνυμο:
- αποσκληρυντής