Translation meaning & definition of the word "softball" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σόφτμπολ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Softball
[Σόφτμπολ]/sɔftbɔl/
noun
1. Ball used in playing softball
- synonym:
- softball ,
- playground ball
1. Μπάλα που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι σόφτμπολ
- συνώνυμο:
- σόφτμπολ ,
- μπάλα παιδικής χαράς
2. A game closely resembling baseball that is played on a smaller diamond and with a ball that is larger and softer
- synonym:
- softball ,
- softball game
2. Ένα παιχνίδι που μοιάζει πολύ με το μπέιζμπολ που παίζεται σε ένα μικρότερο διαμάντι και με μια μπάλα που είναι μεγαλύτερη και πιο μαλή
- συνώνυμο:
- σόφτμπολ ,
- παιχνίδι σόφτμπολ