Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "soft" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαλακό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Soft

[Μαλακός]
/sɑft/

adjective

1. Yielding readily to pressure or weight

    synonym:
  • soft

1. Αποδίδοντας εύκολα στην πίεση ή το βάρος

    συνώνυμο:
  • μαλακός

2. Compassionate and kind

  • Conciliatory
  • "He was soft on his children"
    synonym:
  • soft

2. Συμπονετικός και ευγενικός

  • Συμβιβαστικόσ
  • "Ήταν απαλός στα παιδιά του"
    συνώνυμο:
  • μαλακός

3. (of sound) relatively low in volume

  • "Soft voices"
  • "Soft music"
    synonym:
  • soft

3. ( του ήχου) σχετικά χαμηλή σε όγκο

  • "Μαλακές φωνές"
  • "Απαλή μουσική"
    συνώνυμο:
  • μαλακός

4. Easily hurt

  • "Soft hands"
  • "A baby's delicate skin"
    synonym:
  • delicate
  • ,
  • soft

4. Πονάει εύκολα

  • "Μαλακά χέρια"
  • "Το λεπτό δέρμα ενός μωρού"
    συνώνυμο:
  • λεπτός
  • ,
  • μαλακός

5. Produced with vibration of the vocal cords

  • "A frequently voiced opinion"
  • "Voiced consonants such as `b' and `g' and `z'"
    synonym:
  • voiced
  • ,
  • sonant
  • ,
  • soft

5. Παράγεται με δόνηση των φωνητικών χορδών

  • "Συχνά εκφράζεται γνώμη"
  • "Επιβλητικά σύμφωνα όπως `β' και `ζ' και `ζ'"
    συνώνυμο:
  • εξέφρασε
  • ,
  • ηχηρόσ
  • ,
  • μαλακός

6. Not protected against attack (especially by nuclear weapons)

  • "Soft targets"
    synonym:
  • soft

6. Δεν προστατεύεται από επίθεση (ειδικά από πυρηνικά όπλα)

  • "Μαλακοί στόχοι"
    συνώνυμο:
  • μαλακός

7. Used chiefly as a direction or description in music

  • "The piano passages in the composition"
    synonym:
  • piano
  • ,
  • soft

7. Χρησιμοποιείται κυρίως ως κατεύθυνση ή περιγραφή στη μουσική

  • "Τα πιάνο περάσματα στη σύνθεση"
    συνώνυμο:
  • πιάνο
  • ,
  • μαλακός

8. (of light) transmitted from a broad light source or reflected

    synonym:
  • soft
  • ,
  • diffuse
  • ,
  • diffused

8. ( του φωτός) που μεταδίδεται από μια ευρεία πηγή φωτός ή αντανακλάται

    συνώνυμο:
  • μαλακός
  • ,
  • διάχυτοσ
  • ,
  • διάχυτο

9. (of speech sounds)

  • Produced with the back of the tongue raised toward the hard palate
  • Characterized by a hissing or hushing sound (as `s' and `sh')
    synonym:
  • soft

9. ( της ομιλίας ηχεί)

  • Παράγεται με το πίσω μέρος της γλώσσας που υψώνεται προς το σκληρό ουρανίσκο
  • Χαρακτηρίζεται από ένα σφύριγμα ή αποφλοιωτικό ήχο (ας και `)
    συνώνυμο:
  • μαλακός

10. (of a commodity or market or currency) falling or likely to fall in value

  • "The market for computers is soft"
    synonym:
  • soft

10. (ενός εμπορεύματος ή αγοράς ή νομίσματος) που πέφτει ή πιθανόν να πέσει σε αξία

  • "Η αγορά των υπολογιστών είναι μαλακή"
    συνώνυμο:
  • μαλακός

11. Using evidence not readily amenable to experimental verification or refutation

  • "Soft data"
  • "The soft sciences"
    synonym:
  • soft

11. Η χρήση αποδεικτικών στοιχείων που δεν επιδέχονται εύκολα πειραματική επαλήθευση ή αναίρεση

  • "Μαλακά δεδομένα"
  • "Οι μαλακές επιστήμες"
    συνώνυμο:
  • μαλακός

12. Tolerant or lenient

  • "Indulgent parents risk spoiling their children"
  • "Too soft on the children"
  • "They are soft on crime"
    synonym:
  • indulgent
  • ,
  • lenient
  • ,
  • soft

12. Ανεκτικός ή επιεικής

  • "Οι γονείς κινδυνεύουν να χαλάσουν τα παιδιά τους"
  • "Πολύ μαλακό στα παιδιά"
  • "Είναι απαλοί στο έγκλημα"
    συνώνυμο:
  • επιεικής
  • ,
  • μαλακός

13. Soft and mild

  • Not harsh or stern or severe
  • "A gentle reprimand"
  • "A vein of gentle irony"
  • "Poked gentle fun at him"
    synonym:
  • gentle
  • ,
  • soft

13. Μαλακό και ήπιο

  • Όχι σκληρή ή αυστηρή ή σοβαρή
  • "Μια απαλή επίπληξη"
  • "Φλέβα απαλής ειρωνείας"
  • "Πίνετε απαλή διασκέδαση σε αυτόν"
    συνώνυμο:
  • απαλός
  • ,
  • μαλακός

14. Having little impact

  • "An easy pat on the shoulder"
  • "Gentle rain"
  • "A gentle breeze"
  • "A soft (or light) tapping at the window"
    synonym:
  • easy
  • ,
  • gentle
  • ,
  • soft

14. Έχοντας λίγο αντίκτυπο

  • "Ένα εύκολο χτύπημα στον ώμο"
  • "Απαλή βροχή"
  • "Ένα απαλό αεράκι"
  • "Ένα μαλακό ( φως) πατώντας στο παράθυρο"
    συνώνυμο:
  • εύκολος
  • ,
  • απαλός
  • ,
  • μαλακός

15. Out of condition

  • Not strong or robust
  • Incapable of exertion or endurance
  • "He was too soft for the army"
  • "Flabby around the middle"
  • "Flaccid cheeks"
    synonym:
  • soft
  • ,
  • flabby
  • ,
  • flaccid

15. Εκτός κατάστασης

  • Όχι ισχυρή ή ισχυρή
  • Ανίκανος για άσκηση ή αντοχή
  • "Ήταν πολύ μαλακός για το στρατό"
  • "Παιχνίδι γύρω από τη μέση"
  • "Χαλαρά μάγουλα"
    συνώνυμο:
  • μαλακός
  • ,
  • πλαδαρός
  • ,
  • επιπλήττω

16. Willing to negotiate and compromise

    synonym:
  • soft

16. Πρόθυμοι να διαπραγματευτούν και να συμβιβαστούν

    συνώνυμο:
  • μαλακός

17. Not burdensome or demanding

  • Borne or done easily and without hardship
  • "What a cushy job!"
  • "The easygoing life of a parttime consultant"
  • "A soft job"
    synonym:
  • cushy
  • ,
  • soft
  • ,
  • easygoing

17. Όχι επαχθής ή απαιτητική

  • Βαρύνει ή γίνεται εύκολα και χωρίς δυσκολίες
  • "Τι εργασία!"
  • "Η εύκολη ζωή ενός συμβούλου μερικής απασχόλησης"
  • "Μια εύκολη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • πανούργοσ
  • ,
  • μαλακός
  • ,
  • εύκολοσ

18. Mild and pleasant

  • "Balmy days and nights"
  • "The climate was mild and conducive to life or growth"
  • "A soft breeze"
    synonym:
  • balmy
  • ,
  • mild
  • ,
  • soft

18. Ήπια και ευχάριστη

  • "Ημέρες και νύχτες"
  • "Το κλίμα ήταν ήπιο και ευνοϊκό για τη ζωή ή την ανάπτυξη"
  • "Ένα απαλό αεράκι"
    συνώνυμο:
  • μπαλίκα
  • ,
  • ήπιος
  • ,
  • μαλακός

19. Not brilliant or glaring

  • "The moon cast soft shadows"
  • "Soft pastel colors"
  • "Subdued lighting"
    synonym:
  • soft
  • ,
  • subdued

19. Δεν είναι λαμπρό ή φωτεινό

  • "Το φεγγάρι ρίχνει μαλακές σκιές"
  • "Μαλακά παστέλ χρώματα"
  • "Συντεταγμένος φωτισμός"
    συνώνυμο:
  • μαλακός
  • ,
  • υποταγμένο

adverb

1. In a relaxed manner

  • Or without hardship
  • "Just wanted to take it easy" (`soft' is nonstandard)
    synonym:
  • easy
  • ,
  • soft

1. Με χαλαρό τρόπο

  • Ή χωρίς δυσκολίες
  • "Απλά ήθελα να το πάρω εύκολο" (`μαλακό` είναι μη τυποποιημένο)
    συνώνυμο:
  • εύκολος
  • ,
  • μαλακός

Examples of using

Eat some more of these soft French buns and drink some tea.
Φάτε λίγο περισσότερο από αυτά τα μαλακά γαλλικά ψωμάκια και πιείτε λίγο τσάι.
This chair is soft and comfortable.
Αυτή η καρέκλα είναι μαλακή και άνετη.
I only buy soft toilet paper.
Αγοράζω μόνο μαλακό χαρτί τουαλέτας.