Translation meaning & definition of the word "soft" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μαλακό" στην ελληνική γλώσσα
Soft
[Μαλακό]adjective
1. Yielding readily to pressure or weight
- synonym:
- soft
1. Υποχωρώντας εύκολα σε πίεση ή βάρος
- συνώνυμο:
- μαλακό
2. Compassionate and kind
- Conciliatory
- "He was soft on his children"
- synonym:
- soft
2. Συμπονετικός και ευγενικός
- Συμβιβαστικόσ
- "Ήταν μαλακός με τα παιδιά του"
- συνώνυμο:
- μαλακό
3. (of sound) relatively low in volume
- "Soft voices"
- "Soft music"
- synonym:
- soft
3. (του ήχου) σχετικά χαμηλή σε ένταση
- "Απαλές φωνές"
- "Απαλή μουσική"
- συνώνυμο:
- μαλακό
4. Easily hurt
- "Soft hands"
- "A baby's delicate skin"
- synonym:
- delicate ,
- soft
4. Πονάω εύκολα
- "Μαλακά χέρια"
- "Το λεπτό δέρμα ενός μωρού"
- συνώνυμο:
- λεπτός ,
- μαλακό
5. Produced with vibration of the vocal cords
- "A frequently voiced opinion"
- "Voiced consonants such as `b' and `g' and `z'"
- synonym:
- voiced ,
- sonant ,
- soft
5. Παράγεται με δόνηση των φωνητικών χορδών
- "Μια γνώμη που εκφράζεται συχνά"
- "Φωνητικά σύμφωνα όπως `b' και `g' και `z'"
- συνώνυμο:
- φωνάζω ,
- sonant ,
- μαλακό
6. Not protected against attack (especially by nuclear weapons)
- "Soft targets"
- synonym:
- soft
6. Δεν προστατεύεται από επίθεση (ειδικά από πυρηνικά όπλα)
- "Μαλακοί στόχοι"
- συνώνυμο:
- μαλακό
7. Used chiefly as a direction or description in music
- "The piano passages in the composition"
- synonym:
- piano ,
- soft
7. Χρησιμοποιείται κυρίως ως κατεύθυνση ή περιγραφή στη μουσική
- "Τα περάσματα του πιάνου στη σύνθεση"
- συνώνυμο:
- πιάνο ,
- μαλακό
8. (of light) transmitted from a broad light source or reflected
- synonym:
- soft ,
- diffuse ,
- diffused
8. (του φωτός) που μεταδίδεται από μια ευρεία πηγή φωτός ή ανακλάται
- συνώνυμο:
- μαλακό ,
- διάχυτοσ ,
- διάχυτο
9. (of speech sounds)
- Produced with the back of the tongue raised toward the hard palate
- Characterized by a hissing or hushing sound (as `s' and `sh')
- synonym:
- soft
9. (των ήχων ομιλίας)
- Παράγεται με το πίσω μέρος της γλώσσας ανυψωμένο προς τη σκληρή υπερώα
- Χαρακτηρίζεται από έναν ήχο συριγμού ή σιωπής (ως `s' και `sh')
- συνώνυμο:
- μαλακό
10. (of a commodity or market or currency) falling or likely to fall in value
- "The market for computers is soft"
- synonym:
- soft
10. (ενός εμπορεύματος ή μιας αγοράς ή ενός νομίσματος) που πέφτει ή είναι πιθανό να πέσει σε αξία
- "Η αγορά των υπολογιστών είναι μαλακή"
- συνώνυμο:
- μαλακό
11. Using evidence not readily amenable to experimental verification or refutation
- "Soft data"
- "The soft sciences"
- synonym:
- soft
11. Χρήση αποδεικτικών στοιχείων που δεν επιδέχονται εύκολα πειραματική επαλήθευση ή διάψευση
- "Μαλακά δεδομένα"
- "Οι μαλακές επιστήμες"
- συνώνυμο:
- μαλακό
12. Tolerant or lenient
- "Indulgent parents risk spoiling their children"
- "Too soft on the children"
- "They are soft on crime"
- synonym:
- indulgent ,
- lenient ,
- soft
12. Ανεκτικός ή επιεικής
- "Οι επιεικείς γονείς κινδυνεύουν να κακομάθουν τα παιδιά τους"
- "Πολύ μαλακό στα παιδιά"
- "Είναι μαλακοί στο έγκλημα"
- συνώνυμο:
- επιεικής ,
- μαλακό
13. Soft and mild
- Not harsh or stern or severe
- "A gentle reprimand"
- "A vein of gentle irony"
- "Poked gentle fun at him"
- synonym:
- gentle ,
- soft
13. Μαλακό και ήπιο
- Όχι σκληρή ή αυστηρή ή σοβαρή
- "Μια ήπια επίπληξη"
- "Μια φλέβα απαλής ειρωνείας"
- "Του έκανε απαλή διασκέδαση"
- συνώνυμο:
- απαλός ,
- μαλακό
14. Having little impact
- "An easy pat on the shoulder"
- "Gentle rain"
- "A gentle breeze"
- "A soft (or light) tapping at the window"
- synonym:
- easy ,
- gentle ,
- soft
14. Έχοντας μικρό αντίκτυπο
- "Ένα εύκολο χτύπημα στον ώμο"
- "Ήπια βροχή"
- "Ένα απαλό αεράκι"
- "Ένα απαλό (ή ελαφρύ) χτύπημα στο παράθυρο"
- συνώνυμο:
- εύκολο ,
- απαλός ,
- μαλακό
15. Out of condition
- Not strong or robust
- Incapable of exertion or endurance
- "He was too soft for the army"
- "Flabby around the middle"
- "Flaccid cheeks"
- synonym:
- soft ,
- flabby ,
- flaccid
15. Εκτός συνθήκης
- Όχι δυνατός ή στιβαρός
- Ανίκανος για άσκηση ή αντοχή
- "Ήταν πολύ μαλακός για τον στρατό"
- "Πλαδαρός γύρω από τη μέση"
- "Χαλαρά μάγουλα"
- συνώνυμο:
- μαλακό ,
- πλαδαρός ,
- χαλαρός
16. Willing to negotiate and compromise
- synonym:
- soft
16. Πρόθυμος να διαπραγματευτεί και να συμβιβαστεί
- συνώνυμο:
- μαλακό
17. Not burdensome or demanding
- Borne or done easily and without hardship
- "What a cushy job!"
- "The easygoing life of a parttime consultant"
- "A soft job"
- synonym:
- cushy ,
- soft ,
- easygoing
17. Όχι επαχθής ή απαιτητικός
- Επωμίζεται ή γίνεται εύκολα και χωρίς δυσκολίες
- "Τι ανόητη δουλειά!"
- "Η χαλαρή ζωή ενός συμβούλου μερικής απασχόλησης"
- "Μια μαλακή δουλειά"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικόσ ,
- μαλακό ,
- χαλαρός
18. Mild and pleasant
- "Balmy days and nights"
- "The climate was mild and conducive to life or growth"
- "A soft breeze"
- synonym:
- balmy ,
- mild ,
- soft
18. Ήπια και ευχάριστη
- "Balmy days and nights"
- "Το κλίμα ήταν ήπιο και ευνοϊκό για ζωή ή ανάπτυξη"
- "Ένα απαλό αεράκι"
- συνώνυμο:
- βαλσαμικός ,
- ήπιος ,
- μαλακό
19. Not brilliant or glaring
- "The moon cast soft shadows"
- "Soft pastel colors"
- "Subdued lighting"
- synonym:
- soft ,
- subdued
19. Όχι λαμπρό ή κραυγαλέο
- "Το φεγγάρι έριξε απαλές σκιές"
- "Απαλά παστέλ χρώματα"
- "Υποτονικός φωτισμός"
- συνώνυμο:
- μαλακό ,
- υποταγμένος
adverb
1. In a relaxed manner
- Or without hardship
- "Just wanted to take it easy" (`soft' is nonstandard)
- synonym:
- easy ,
- soft
1. Με χαλαρό τρόπο
- Ή χωρίς δυσκολίες
- "Απλώς ήθελα να το πάω χαλαρά" (το `soft" δεν είναι τυπικό)
- συνώνυμο:
- εύκολο ,
- μαλακό