Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sod" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οδός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sod

[Σουβλάκι]
/sɑd/

noun

1. Surface layer of ground containing a mat of grass and grass roots

    synonym:
  • turf
  • ,
  • sod
  • ,
  • sward
  • ,
  • greensward

1. Επιφανειακό στρώμα του εδάφους που περιέχει ένα χαλί από γρασίδι και ρίζες γρασιδιού

    συνώνυμο:
  • χλοοτάπητα
  • ,
  • αναψυκτικό
  • ,
  • αυλαία
  • ,
  • πράσινοσ

2. An enzyme that catalyzes the conversion of superoxide into hydrogen peroxide and oxygen

  • "Oxygen free radicals are normally removed in our bodies by the superoxide dismutase enzymes"
    synonym:
  • superoxide dismutase
  • ,
  • SOD

2. Ένα ένζυμο που καταλύει τη μετατροπή του υπεροξειδίου σε υπεροξείδιο του υδρογόνου και οξυγόνο

  • "Οι ελεύθερες ρίζες οξυγόνου συνήθως αφαιρούνται στο σώμα μας από τα ένζυμα της υπεροξειδίου της δισμουτάσης"
    συνώνυμο:
  • δισμουτάση υπεροξειδίου
  • ,
  • ΣΌΔΑ

3. Someone who engages in anal copulation (especially a male who engages in anal copulation with another male)

    synonym:
  • sodomite
  • ,
  • sodomist
  • ,
  • sod
  • ,
  • bugger

3. Κάποιος που εμπλέκεται στην πρωκτική συνάθροιση (ειδικά ένα αρσενικό που εμπλέκεται στην πρωκτική συνάθροιση με ένα άλλο αρσενικό)

    συνώνυμο:
  • σοδομίτησ
  • ,
  • σοδομιστήσ
  • ,
  • αναψυκτικό
  • ,
  • παίζων

4. An informal british term for a youth or man

  • "The poor sod couldn't even buy a drink"
    synonym:
  • sod

4. Ένας άτυπος βρετανικός όρος για έναν νέο ή έναν άνθρωπο

  • "Το φτωχό αναψυκτικό δεν μπορούσε καν να αγοράσει ένα ποτό"
    συνώνυμο:
  • αναψυκτικό

verb

1. Cover with sod

    synonym:
  • sod

1. Καλύψτε με το αναψυκτικό

    συνώνυμο:
  • αναψυκτικό