Translation meaning & definition of the word "sociology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινωνιολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sociology
[Κοινωνιολογία]/soʊsiɑləʤi/
noun
1. The study and classification of human societies
- synonym:
- sociology
1. Η μελέτη και η ταξινόμηση των ανθρώπινων κοινωνιών
- συνώνυμο:
- κοινωνιολογία