Translation meaning & definition of the word "societal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βρεγματικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Societal
[Κοινωνικόσ]/səsaɪɪtəl/
adjective
1. Relating to human society and its members
- "Social institutions"
- "Societal evolution"
- "Societal forces"
- "Social legislation"
- synonym:
- social ,
- societal
1. Της ανθρώπινης κοινωνίας και των μελών της
- "Κοινωνικοί θεσμοί"
- "Βρεγματική εξέλιξη"
- "Βρεγματικές δυνάμεις"
- "Κοινωνική νομοθεσία"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός ,
- κοινωνικόσ