Translation meaning & definition of the word "socially" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινωνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Socially
[Κοινωνικά]/soʊʃəli/
adverb
1. By or with respect to society
- "Socially accepted norms"
- synonym:
- socially
1. Από ή σε σχέση με την κοινωνία
- "Κοινά αποδεκτοί κανόνες"
- συνώνυμο:
- κοινωνικά
2. In a social manner
- "Socially unpopular"
- synonym:
- socially
2. Με κοινωνικό τρόπο
- "Εντελώς μη δημοφιλής"
- συνώνυμο:
- κοινωνικά