Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "socialize" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινωνικοποίηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Socialize

[Κοινωνικοποιώ]
/soʊʃəlaɪz/

verb

1. Take part in social activities

  • Interact with others
  • "He never socializes with his colleagues"
  • "The old man hates to socialize"
    synonym:
  • socialize
  • ,
  • socialise

1. Συμμετέχετε σε κοινωνικές δραστηριότητες

  • Αλληλεπίδραση με άλλους
  • "Ποτέ δεν κοινωνικοποιείται με τους συναδέλφους του"
  • "Ο γέρος μισεί να κοινωνικοποιηθεί"
    συνώνυμο:
  • κοινωνικοποιώ
  • ,
  • κοινωνικοποίηση

2. Train for a social environment

  • "The children must be properly socialized"
    synonym:
  • socialize
  • ,
  • socialise

2. Τρένο για ένα κοινωνικό περιβάλλον

  • "Τα παιδιά πρέπει να κοινωνικοποιηθούν σωστά"
    συνώνυμο:
  • κοινωνικοποιώ
  • ,
  • κοινωνικοποίηση

3. Prepare for social life

  • "Children have to be socialized in school"
    synonym:
  • socialize
  • ,
  • socialise

3. Προετοιμαστείτε για την κοινωνική ζωή

  • "Τα παιδιά πρέπει να κοινωνικοποιηθούν στο σχολείο"
    συνώνυμο:
  • κοινωνικοποιώ
  • ,
  • κοινωνικοποίηση

4. Make conform to socialist ideas and philosophies

  • "Health care should be socialized!"
    synonym:
  • socialize
  • ,
  • socialise

4. Συμμορφωθείτε με τις σοσιαλιστικές ιδέες και φιλοσοφίες

  • "Η υγειονομική περίθαλψη πρέπει να κοινωνικοποιηθεί!"
    συνώνυμο:
  • κοινωνικοποιώ
  • ,
  • κοινωνικοποίηση