Translation meaning & definition of the word "social" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινωνικό" στην ελληνική γλώσσα
Social
[Κοινωνικός]noun
1. A party of people assembled to promote sociability and communal activity
- synonym:
- sociable ,
- social ,
- mixer
1. Ένα κόμμα ανθρώπων συγκεντρώθηκε για να προωθήσει την κοινωνικότητα και την κοινοτική δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- κοινωνικός ,
- μίξερ
adjective
1. Relating to human society and its members
- "Social institutions"
- "Societal evolution"
- "Societal forces"
- "Social legislation"
- synonym:
- social ,
- societal
1. Της ανθρώπινης κοινωνίας και των μελών της
- "Κοινωνικοί θεσμοί"
- "Βρεγματική εξέλιξη"
- "Βρεγματικές δυνάμεις"
- "Κοινωνική νομοθεσία"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός ,
- κοινωνικόσ
2. Living together or enjoying life in communities or organized groups
- "A human being is a social animal"
- "Mature social behavior"
- synonym:
- social
2. Ζώντας μαζί ή απολαμβάνοντας τη ζωή σε κοινότητες ή οργανωμένες ομάδες
- "Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο"
- "Ώριμη κοινωνική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός
3. Relating to or belonging to or characteristic of high society
- "Made fun of her being so social and high-toned"
- "A social gossip colum"
- "The society page"
- synonym:
- social
3. Σχετικά με ή ανήκουν ή χαρακτηριστικά της υψηλής κοινωνίας
- "Διασκέδασε που είναι τόσο κοινωνική και ψηλά τονισμένη"
- "Ένα κοινωνικό κουτσομπολιό"
- "Σελίδα της κοινωνίας"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός
4. Composed of sociable people or formed for the purpose of sociability
- "A purely social club"
- "The church has a large social hall"
- "A social director"
- synonym:
- social
4. Αποτελείται από κοινωνικούς ανθρώπους ή σχηματίζεται με σκοπό την κοινωνικότητα
- "Ένας καθαρά κοινωνικός σύλλογος"
- "Η εκκλησία έχει μια μεγάλη κοινωνική αίθουσα"
- "Κοινωνικός διευθυντής"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός
5. Tending to move or live together in groups or colonies of the same kind
- "Ants are social insects"
- synonym:
- social
5. Τείνουν να μετακινούνται ή να ζουν μαζί σε ομάδες ή αποικίες του ίδιου είδους
- "Τα άτομα είναι κοινωνικά έντομα"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός
6. Marked by friendly companionship with others
- "A social cup of coffee"
- synonym:
- social
6. Χαρακτηρίζεται από φιλική συντροφιά με άλλους
- "Ένα κοινωνικό φλιτζάνι καφέ"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός