Translation meaning & definition of the word "sociable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοινωνικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sociable
[Κοινωνικός]/soʊʃəbəl/
noun
1. A party of people assembled to promote sociability and communal activity
- synonym:
- sociable ,
- social ,
- mixer
1. Ένα κόμμα ανθρώπων συγκεντρώθηκε για να προωθήσει την κοινωνικότητα και την κοινοτική δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- κοινωνικός ,
- μίξερ
adjective
1. Inclined to or conducive to companionship with others
- "A sociable occasion"
- "Enjoyed a sociable chat"
- "A sociable conversation"
- "Americans are sociable and gregarious"
- synonym:
- sociable
1. Τείνει προς ή ευνοεί τη συντροφικότητα με τους άλλους
- "Μια κοινωνική περίσταση"
- "Χαρούμενος μια κοινωνική συνομιλία"
- "Μια κοινωνική συνομιλία"
- "Οι αμερικανοί είναι κοινωνικοί και κοινωνικοί"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός
2. Friendly and pleasant
- "A sociable gathering"
- synonym:
- sociable
2. Φιλικό και ευχάριστο
- "Μια κοινωνική συγκέντρωση"
- συνώνυμο:
- κοινωνικός
Examples of using
He is very sociable.
Είναι πολύ κοινωνικός.