Translation meaning & definition of the word "soccer" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ποδόσφαιρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soccer
[Ποδόσφαιρο]/sɑkər/
noun
1. A football game in which two teams of 11 players try to kick or head a ball into the opponents' goal
- synonym:
- soccer ,
- association football
1. Ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο δύο ομάδες των 11 παικτών προσπαθούν να κλωτσήσουν ή να κεφαλιάσουν μια μπάλα στο τέρμα των αντιπάλων
- συνώνυμο:
- ποδόσφαιρο ,
- ομοσπονδιακό ποδόσφαιρο
Examples of using
Tom likes to watch soccer.
Στον Τομ αρέσει να βλέπει ποδόσφαιρο.
Tom likes to play soccer.
Στον Τομ αρέσει να παίζει ποδόσφαιρο.
Don't watch soccer anymore.
Μην βλέπεις ποδόσφαιρο πια.