Translation meaning & definition of the word "soap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαπούνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soap
[Σαπούνι]/soʊp/
noun
1. A cleansing agent made from the salts of vegetable or animal fats
- synonym:
- soap
1. Ένας καθαριστικός παράγοντας που παράγεται από τα άλατα των φυτικών ή ζωικών λιπών
- συνώνυμο:
- σαπούνι
2. Money offered as a bribe
- synonym:
- soap
2. Χρήματα που προσφέρονται ως δωροδοκία
- συνώνυμο:
- σαπούνι
3. Street names for gamma hydroxybutyrate
- synonym:
- soap ,
- scoop ,
- max ,
- liquid ecstasy ,
- grievous bodily harm ,
- goop ,
- Georgia home boy ,
- easy lay
3. Ονόματα οδών για το υδροξυβουτυρικό γάμμα
- συνώνυμο:
- σαπούνι ,
- παπαγάλος ,
- μέγιστοσ ,
- υγρή έκσταση ,
- αποτρόπαια σωματική βλάβη ,
- πηγαίνω ,
- Σπίτι της Γεωργίας ,
- εύκολος
verb
1. Rub soap all over, usually with the purpose of cleaning
- synonym:
- soap ,
- lather
1. Τρίψτε το σαπούνι παντού, συνήθως με σκοπό τον καθαρισμό
- συνώνυμο:
- σαπούνι ,
- αφαιρώ
Examples of using
Don't drop the soap.
Μην πετάτε το σαπούνι.
I'll wash your mouth out with soap!
Θα σου πλύνω το στόμα με σαπούνι!
This soap is infused with natural fragrances.
Αυτό το σαπούνι εμποτίζεται με φυσικά αρώματα.