Translation meaning & definition of the word "soaking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενυδάτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soaking
[Μουσκεύω]/soʊkɪŋ/
noun
1. The process of becoming softened and saturated as a consequence of being immersed in water (or other liquid)
- "A good soak put life back in the wagon"
- synonym:
- soak ,
- soakage ,
- soaking
1. Η διαδικασία του να μαλακώσει και να κορεστεί ως συνέπεια της βύθισης στο νερό (ή άλλο υγρό)
- "Μια καλή απορρόφηση έβαλε τη ζωή πίσω στο βαγόνι"
- συνώνυμο:
- μουσκεύω ,
- απορροφώ ,
- εμποτισμός
2. The act of making something completely wet
- "He gave it a good drenching"
- synonym:
- drenching ,
- soaking ,
- souse ,
- sousing
2. Η πράξη του να κάνεις κάτι εντελώς βρεγμένο
- "Του έδωσε ένα καλό χαράκωμα"
- συνώνυμο:
- αποτρίχωση ,
- εμποτισμός ,
- σπίτι ,
- στέγαση
3. Washing something by allowing it to soak
- synonym:
- soak ,
- soaking
3. Πλένοντας κάτι επιτρέποντάς του να μουλιάσει
- συνώνυμο:
- μουσκεύω ,
- εμποτισμός
adverb
1. Extremely wet
- "Dripping wet"
- "Soaking wet"
- synonym:
- soaking ,
- sopping ,
- dripping
1. Εξαιρετικά βρεγμένο
- "Στάζει βρεγμένο"
- "Βρεγμένο βρεγμένο"
- συνώνυμο:
- εμποτισμός ,
- πετάξει ,
- στάζει
Examples of using
He was all soaking wet from top to toe.
Ήταν όλα βρεγμένα από την κορυφή μέχρι τα δάχτυλα.