Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "so" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έτσι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

So

[Έτσι]
/soʊ/

noun

1. The syllable naming the fifth (dominant) note of any musical scale in solmization

    synonym:
  • sol
  • ,
  • soh
  • ,
  • so

1. Η συλλαβή που ονομάζει την πέμπτη (δομιναντ) νότα κάθε μουσικής κλίμακας στην ηλιοποίηση

    συνώνυμο:
  • σολ
  • ,
  • σω
  • ,
  • έτσι

adverb

1. To a very great extent or degree

  • "The idea is so obvious"
  • "Never been so happy"
  • "I love you so"
  • "My head aches so!"
    synonym:
  • so

1. Σε μεγάλο βαθμό ή βαθμό

  • "Η ιδέα είναι τόσο προφανής"
  • "Ποτέ δεν ήμουν τόσο ευτυχισμένος"
  • "Σε αγαπώ έτσι"
  • "Το κεφάλι μου πονάει έτσι!"
    συνώνυμο:
  • έτσι

2. In a manner that facilitates

  • "He observed the snakes so he could describe their behavior"
  • "He stooped down so he could pick up his hat"
    synonym:
  • so

2. Με τρόπο που διευκολύνει

  • "Παρατήρησε τα φίδια για να περιγράψει τη συμπεριφορά τους"
  • "Κατέβηκε για να μπορέσει να πάρει το καπέλο του"
    συνώνυμο:
  • έτσι

3. In such a condition or manner, especially as expressed or implied

  • "They're happy and i hope they will remain so"
  • "So live your life that old age will bring no regrets"
    synonym:
  • so

3. Σε μια τέτοια κατάσταση ή τρόπο, ειδικά όπως εκφράζεται ή υπονοείται

  • "Είναι χαρούμενοι και ελπίζω να παραμείνουν έτσι"
  • "Ζήστε τη ζωή σας ότι τα γηρατειά δεν θα μετανιώσουν"
    συνώνυμο:
  • έτσι

4. To a certain unspecified extent or degree

  • "I can only go so far with this student"
  • "Can do only so much in a day"
    synonym:
  • so

4. Σε κάποιο απροσδιόριστο βαθμό ή βαθμό

  • "Μπορώ μόνο να πάω τόσο μακριά με αυτόν τον μαθητή"
  • "Μπορεί να κάνει τόσα πολλά σε μια μέρα"
    συνώνυμο:
  • έτσι

5. In the same way

  • Also
  • "I was offended and so was he"
  • "Worked hard and so did she"
    synonym:
  • so

5. Με τον ίδιο τρόπο

  • Επίσης
  • "Ήμουν προσβεβλημένος και έτσι ήταν και αυτός"
  • "Δουλεύει σκληρά και το ίδιο έκανε και εκείνη"
    συνώνυμο:
  • έτσι

6. In the way indicated

  • "Hold the brush so"
  • "Set up the pieces thus"
  • (`thusly' is a nonstandard variant)
    synonym:
  • thus
  • ,
  • thusly
  • ,
  • so

6. Με τον τρόπο που αναφέρεται

  • "Κρατήστε τη βούρτσα έτσι"
  • "Εφαρμόστε τα κομμάτια έτσι"
  • (``αποτελεί μη τυπική παραλλαγή)
    συνώνυμο:
  • έτσι

7. (usually followed by `that') to an extent or degree as expressed

  • "He was so tired he could hardly stand"
  • "So dirty that it smells"
    synonym:
  • so

7. (συνήθως ακολουθείται από `αυτό') σε βαθμό ή βαθμό όπως εκφράζεται

  • "Ήταν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσε να σταθεί"
  • "Τόσο βρώμικο που μυρίζει"
    συνώνυμο:
  • έτσι

8. Subsequently or soon afterward (often used as sentence connectors)

  • "Then he left"
  • "Go left first, then right"
  • "First came lightning, then thunder"
  • "We watched the late movie and then went to bed"
  • "And so home and to bed"
    synonym:
  • then
  • ,
  • so
  • ,
  • and so
  • ,
  • and then

8. Στη συνέχεια ή λίγο αργότερα (συχνά χρησιμοποιείται ως συνδετήρες πρότασης)

  • "Τότε έφυγε"
  • "Πήγαινε πρώτα δεξιά και μετά δεξιά"
  • "Πρώτα ήρθε η αστραπή, μετά η βροντή"
  • "Είδαμε την ταινία αργά και μετά πήγαμε για ύπνο"
  • "Και έτσι στο σπίτι και στο κρεβάτι"
    συνώνυμο:
  • τότε
  • ,
  • έτσι
  • ,
  • και έτσι
  • ,
  • και τότε

9. (used to introduce a logical conclusion) from that fact or reason or as a result

  • "Therefore x must be true"
  • "The eggs were fresh and hence satisfactory"
  • "We were young and thence optimistic"
  • "It is late and thus we must go"
  • "The witness is biased and so cannot be trusted"
    synonym:
  • therefore
  • ,
  • hence
  • ,
  • thence
  • ,
  • thus
  • ,
  • so

9. (χρησιμοποιείται για να εισαγάγει ένα λογικό συμπέρασμα) από αυτό το γεγονός ή το λόγο ή ως αποτέλεσμα

  • "Συνεπώς, το χ πρέπει να είναι αληθινό"
  • "Τα αυγά ήταν φρέσκα και ως εκ τούτου ικανοποιητικά"
  • "Ήμασταν νέοι και από τότε αισιόδοξοι"
  • "Είναι αργά και έτσι πρέπει να φύγουμε"
  • "Ο μάρτυρας είναι προκατειλημμένος και έτσι δεν μπορεί να εμπιστευτεί"
    συνώνυμο:
  • επομένως
  • ,
  • ως εκ τούτου
  • ,
  • εκεί
  • ,
  • έτσι

10. In truth (often tends to intensify)

  • "They said the car would break down and indeed it did"
  • "It is very cold indeed"
  • "Was indeed grateful"
  • "Indeed, the rain may still come"
  • "He did so do it!"
    synonym:
  • indeed
  • ,
  • so

10. Στην πραγματικότητα, το (τείνει να εντείνει)

  • "Είπαν ότι το αυτοκίνητο θα κατέρρεε και πράγματι το έκανε"
  • "Είναι πραγματικά πολύ κρύο"
  • "Ήταν πραγματικά ευγνώμων"
  • "Πράγματι, η βροχή μπορεί ακόμα να έρθει"
  • "Το έκανε!"
    συνώνυμο:
  • πράγματι
  • ,
  • έτσι

Examples of using

Nothing is so pleasant as traveling alone.
Τίποτα δεν είναι τόσο ευχάριστο όσο το να ταξιδεύεις μόνος.
All of us can speak French, so let's speak French.
Όλοι μας μπορούμε να μιλήσουμε Γαλλικά, οπότε ας μιλήσουμε Γαλλικά.
How did you get so good at backgammon?
Πώς έγινες τόσο καλός στο τάβλι?