Translation meaning & definition of the word "snugly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snugly
[Αποτυχημένα]/snəgli/
adverb
1. Fitting closely
- "The vest fit snugly"
- synonym:
- snugly
1. Τοποθετώ στενά
- "Το γιλέκο ταιριάζει άνετα"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτα
2. Safely protected
- "Concealed snugly in his hideout"
- synonym:
- snugly
2. Προστατεύεται με ασφάλεια
- "Κλείνεται άνετα στο κρησφύγετό του"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτα
3. Warmly and comfortably sheltered
- "Sitting snugly by the fireside while the storm raged"
- synonym:
- snugly
3. Θερμά και άνετα προστατευμένα
- "Κάθεται άνετα από την πυρκαγιά ενώ η καταιγίδα μαίνεται"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτα