Translation meaning & definition of the word "snuff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πανό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snuff
[Ανακάτεμα]/snəf/
noun
1. The charred portion of a candlewick
- synonym:
- snuff
1. Το απανθρακωμένο τμήμα ενός κεριού
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
2. A pinch of smokeless tobacco inhaled at a single time
- synonym:
- snuff
2. Μια πρέζα καπνιστού καπνού εισπνέεται σε μία μόνο στιγμή
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
3. Finely powdered tobacco for sniffing up the nose
- synonym:
- snuff
3. Καπνός με λεπτή σκόνη για να μυρίσει τη μύτη
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
4. Sensing an odor by inhaling through the nose
- synonym:
- sniff ,
- snuff
4. Ανιχνεύοντας μια οσμή εισπνέοντας μέσω της μύτης
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
verb
1. Sniff or smell inquiringly
- synonym:
- snuff ,
- snuffle
1. Μυρίζει ή μυρίζει ερευνητικά
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- ανακατώνω
2. Inhale audibly through the nose
- "Snuff coke"
- synonym:
- snuff
2. Εισπνεύστε ακουστικά μέσω της μύτης
- "Πνευματικός οπτάνθρακας"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
adjective
1. Snuff colored
- Of a greyish to yellowish brown
- synonym:
- snuff ,
- snuff-brown ,
- mummy-brown ,
- chukker-brown
1. Απατώ
- Από ένα γκριζωπό έως κιτρινωπό καφέ
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- καφέ ,
- μούμια-καφέ ,
- τσούκερ-καφέ