Translation meaning & definition of the word "snowy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χιονάκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snowy
[Χιονισμένος]/snoʊi/
adjective
1. Marked by the presence of snow
- "A white christmas"
- "The white hills of a northern winter"
- synonym:
- white ,
- snowy
1. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία του χιονιού
- "Λευκά χριστούγεννα"
- "Οι λευκοί λόφοι ενός βόρειου χειμώνα"
- συνώνυμο:
- λευκό ,
- χιονισμένοσ
2. Covered with snow
- "Snow-clad hills"
- "Snow-covered roads"
- "A long snowy winter"
- synonym:
- snow-clad ,
- snow-covered ,
- snowy
2. Καλυμμένο με χιόνι
- "Χιονισμένοι λόφοι"
- "Ξανακαλυμμένοι δρόμοι"
- "Ένας χιονισμένος χειμώνας"
- συνώνυμο:
- χιονισμένο ,
- χιονισμένοσ
3. Of the white color of snow
- synonym:
- snow-white ,
- snowy
3. Το λευκό χρώμα του χιονιού
- συνώνυμο:
- χιόνι-λευκό ,
- χιονισμένοσ
Examples of using
Is it snowy?
Είναι χιονισμένο?
My grandfather has snowy white hair.
Ο παππούς μου έχει λευκά μαλλιά.
It's snowy today.
Σήμερα είναι χιονισμένο.