Translation meaning & definition of the word "snowball" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χιονόμπαλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snowball
[Χιονοστιβάδα]/snoʊbɔl/
noun
1. Plant having heads of fragrant white trumpet-shaped flowers
- Grows in sandy arid regions
- synonym:
- snowball ,
- sweet sand verbena ,
- Abronia elliptica
1. Φυτό που έχει κεφάλια αρωματικών λευκών λουλουδιών σε σχήμα σάλπιγγας
- Αναπτύσσεται σε αμμώδεις άγονες περιοχές
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα ,
- γλυκιά λουίζα άμμου ,
- Ελλειπτική αμπρόνια
2. Ball of ice cream covered with coconut and usually chocolate sauce
- synonym:
- snowball
2. Μπάλα παγωτού καλυμμένη με καρύδα και συνήθως σάλτσα σοκολάτας
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα
3. Ball of crushed ice with fruit syrup
- synonym:
- snowball
3. Μπάλα θρυμματισμένου πάγου με σιρόπι φρούτων
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα
4. Snow pressed into a ball for throwing (playfully)
- synonym:
- snowball
4. Χιόνι πιέζεται σε μια μπάλα για ρίψη (παιχνίδι
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα
verb
1. Increase or accumulate at a rapidly accelerating rate
- synonym:
- snowball
1. Αυξήστε ή συσσωρεύστε με ταχύτατα επιταχυνόμενο ρυθμό
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα
2. Throw snowballs at
- synonym:
- snowball
2. Πετάξτε χιονόμπαλες στο
- συνώνυμο:
- χιονοστιβάδα
Examples of using
The children were rolling a big snowball.
Τα παιδιά τριγυρνούσαν μια μεγάλη χιονόμπαλα.