Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "snow" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χιονάκι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Snow

[Χιόνι]
/snoʊ/

noun

1. Precipitation falling from clouds in the form of ice crystals

    synonym:
  • snow
  • ,
  • snowfall

1. Καθίζηση που πέφτει από τα σύννεφα με τη μορφή κρυστάλλων πάγου

    συνώνυμο:
  • χιόνι
  • ,
  • χιονόπτωση

2. A layer of snowflakes (white crystals of frozen water) covering the ground

    synonym:
  • snow

2. Ένα στρώμα νιφάδων χιονιού (λευκοί κρύσταλλοι κατεψυγμένου νερού) που καλύπτει το έδαφος

    συνώνυμο:
  • χιόνι

3. English writer of novels about moral dilemmas in academe (1905-1980)

    synonym:
  • Snow
  • ,
  • C. P. Snow
  • ,
  • Charles Percy Snow
  • ,
  • Baron Snow of Leicester

3. Άγγλος συγγραφέας μυθιστορημάτων για ηθικά διλήμματα στην ακαδημία (1905-1980)

    συνώνυμο:
  • Χιόνι
  • ,
  • Γ. Π. Χιόνι
  • ,
  • Τσαρλς Πέρσι Σνόου
  • ,
  • Βαρόνος Χιόνι της Λέστερ

4. Street names for cocaine

    synonym:
  • coke
  • ,
  • blow
  • ,
  • nose candy
  • ,
  • snow
  • ,
  • C

4. Ονόματα οδών για την κοκαΐνη

    συνώνυμο:
  • κοκ
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • καραμέλα μύτης
  • ,
  • χιόνι
  • ,
  • Γ

verb

1. Fall as snow

  • "It was snowing all night"
    synonym:
  • snow

1. Πέφτω σαν χιόνι

  • "Ολη νύχτα χιόνιζε"
    συνώνυμο:
  • χιόνι

2. Conceal one's true motives from especially by elaborately feigning good intentions so as to gain an end

  • "He bamboozled his professors into thinking that he knew the subject well"
    synonym:
  • bamboozle
  • ,
  • snow
  • ,
  • hoodwink
  • ,
  • pull the wool over someone's eyes
  • ,
  • lead by the nose
  • ,
  • play false

2. Απόκρυψη των πραγματικών κινήτρων κάποιου από ειδικά με περίτεχνα καλές προθέσεις για να κερδίσει ένα τέλος

  • "Απέτρεψε τους καθηγητές του να σκεφτούν ότι γνώριζε καλά το θέμα"
    συνώνυμο:
  • απατώ
  • ,
  • χιόνι
  • ,
  • απορροφητήρασ
  • ,
  • τραβήξτε το μαλλί πάνω από τα μάτια κάποιου
  • ,
  • οδηγεί από τη μύτη
  • ,
  • παίζω ψεύτικα

Examples of using

Last year there was a lot of snow.
Πέρυσι είχαμε πολύ χιόνι.
The snow has finally melted.
Τελικά το χιόνι έλιωσε.
We like snow.
Μας αρέσει το χιόνι.