Translation meaning & definition of the word "snorkel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναρκοπέδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snorkel
[Αναπνευστήρασ]/snɔrkəl/
noun
1. Breathing device consisting of a bent tube fitting into a swimmer's mouth and extending above the surface
- Allows swimmer to breathe while face down in the water
- synonym:
- snorkel
1. Συσκευή αναπνοής που αποτελείται από έναν λυγισμένο σωλήνα που τοποθετείται στο στόμα ενός κολυμβητή και επεκτείνεται
- Επιτρέπει στον κολυμβητή να αναπνέει ενώ βλέπει προς τα κάτω στο νερό
- συνώνυμο:
- αναπνευστήρασ
2. Air passage provided by a retractable device containing intake and exhaust pipes
- Permits a submarine to stay submerged for extended periods of time
- synonym:
- snorkel ,
- schnorkel ,
- schnorchel ,
- snorkel breather ,
- breather
2. Διέλευση αέρα που παρέχεται από μια ανασυρόμενη συσκευή που περιέχει τους σωλήνες εισαγωγής και εξάτμισης
- Επιτρέπει σε ένα υποβρύχιο να παραμείνει βυθισμένο για μεγάλες χρονικές περιόδους
- συνώνυμο:
- αναπνευστήρασ ,
- σνόρκελ ,
- σνόρτσελ ,
- αναπνέω αναπνευστήρα ,
- αναπνέω
verb
1. Dive with a snorkel
- synonym:
- snorkel
1. Βουτήξτε με ένα αναπνευστήρα
- συνώνυμο:
- αναπνευστήρασ