Translation meaning & definition of the word "snooty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φύση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snooty
[Φλυαρώ]/snuti/
adjective
1. (used colloquially) overly conceited or arrogant
- "A snotty little scion of a degenerate family"-laurent le sage
- "They're snobs--stuck-up and uppity and persnickety"
- synonym:
- bigheaded ,
- persnickety ,
- snooty ,
- snot-nosed ,
- snotty ,
- stuck-up ,
- too big for one's breeches ,
- uppish
1. (χρησιμοποιείται καθομιλητικά) υπερβολικά επιθυμητό ή αλαζονικό
- "Ένας σχολαστικός μικρός καταδυτής μιας εκφυλισμένης οικογένειας"-λόρεντ λε σάγκε
- "Είναι σνομπ-καμπάνια και ασέβεια και εφίδρωση"
- συνώνυμο:
- μεγάλη ,
- επιδημία ,
- αποφρακτικός ,
- μη-νεφελώδησ ,
- αποτυχία ,
- παγιδευμένος ,
- πολύ μεγάλο για τα παντελόνια κάποιου ,
- αναποτελεσματικόσ