Translation meaning & definition of the word "snoopy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νουπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snoopy
[Σνουπ]/snupi/
noun
1. A fictional beagle in a comic strip drawn by charles schulz
- synonym:
- Snoopy
1. Ένα φανταστικό μπιγκλ σε μια κωμική λωρίδα που σχεδιάστηκε από τον τσαρλς σουλτς
- συνώνυμο:
- Σνουπ
adjective
1. Offensively curious or inquisitive
- "Curious about the neighbor's doings"
- "He flipped through my letters in his nosy way"
- "Prying eyes"
- "The snoopy neighbor watched us all day"
- synonym:
- nosy ,
- nosey ,
- prying ,
- snoopy
1. Επιθετικά περίεργος ή περίεργος
- "Εξαγριωμένος για τα πράγματα του γείτονα"
- "Αναποδογύρισε τα γράμματά μου με τον άνετο τρόπο του"
- "Αδιάκριτα μάτια"
- "Ο γείτονας μας παρακολουθούσε όλη μέρα"
- συνώνυμο:
- νόησ ,
- μύτη ,
- αναβολή ,
- αντιγραφή