Translation meaning & definition of the word "snoop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σνούπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snoop
[Σνούπ]/snup/
noun
1. A spy who makes uninvited inquiries into the private affairs of others
- synonym:
- snoop ,
- snooper
1. Ένας κατάσκοπος που κάνει απρόσκλητες έρευνες για τις ιδιωτικές υποθέσεις των άλλων
- συνώνυμο:
- αποφύγετε ,
- αποφεύγων
verb
1. Watch, observe, or inquire secretly
- synonym:
- spy ,
- stag ,
- snoop ,
- sleuth
1. Παρακολουθήστε, παρατηρήστε ή ερευνήστε κρυφά
- συνώνυμο:
- κατάσκοπος ,
- αναβάλλω ,
- αποφύγετε ,
- λήθαργος