Translation meaning & definition of the word "snitch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μητέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snitch
[Σνακ]/snɪʧ/
noun
1. Someone acting as an informer or decoy for the police
- synonym:
- fink ,
- snitch ,
- snitcher ,
- stoolpigeon ,
- stool pigeon ,
- stoolie ,
- sneak ,
- sneaker ,
- canary
1. Κάποιος που ενεργεί ως πληροφοριοδότης ή ντεκόρ για την αστυνομία
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- αποκοπή ,
- αποφεύγων ,
- σκαμπόπετρο ,
- περιστέρι σκαμνί ,
- σκαμνί ,
- παπούτσι ,
- καναρίνι
verb
1. Take by theft
- "Someone snitched my wallet!"
- synonym:
- hook ,
- snitch ,
- thieve ,
- cop ,
- knock off ,
- glom
1. Παίρνω από κλοπή
- "Κάποιος μου έκοψε το πορτοφόλι!"
- συνώνυμο:
- γάντζος ,
- αποκοπή ,
- αλώνι ,
- μπάτσος ,
- αποτυγχάνω ,
- ανατρίχια
2. Give away information about somebody
- "He told on his classmate who had cheated on the exam"
- synonym:
- denounce ,
- tell on ,
- betray ,
- give away ,
- rat ,
- grass ,
- shit ,
- shop ,
- snitch ,
- stag
2. Δώστε πληροφορίες για κάποιον
- "Είπε στον συμμαθητή του που είχε εξαπατήσει τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- καταγγέλλω ,
- πες ,
- προδίδω ,
- παραδίδω ,
- αρουραίος ,
- χορτάρι ,
- σκατά ,
- κατάστημα ,
- αποκοπή ,
- αναβάλλω