Translation meaning & definition of the word "snip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σνιπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snip
[Σνέιπ]/snɪp/
noun
1. A small piece of anything (especially a piece that has been snipped off)
- synonym:
- snip ,
- snippet ,
- snipping
1. Ένα μικρό κομμάτι οτιδήποτε (ειδικά ένα κομμάτι που έχει αποσπαστεί από)
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- απόσπασμα ,
- αποτυγχάνω
2. The act of clipping or snipping
- synonym:
- clip ,
- clipping ,
- snip
2. Η πράξη του ψαλιδιού ή του θραύσματος
- συνώνυμο:
- κλιπ ,
- αποκοπή ,
- παραπονιέμαι
verb
1. Sever or remove by pinching or snipping
- "Nip off the flowers"
- synonym:
- nip ,
- nip off ,
- clip ,
- snip ,
- snip off
1. Αποκοπή ή αφαίρεση με τσίμπημα ή θραύση
- "Βγάλτε τα λουλούδια"
- συνώνυμο:
- νιπ ,
- αποφεύγω ,
- κλιπ ,
- παραπονιέμαι ,
- απομακρύνω
2. Cultivate, tend, and cut back the growth of
- "Dress the plants in the garden"
- synonym:
- snip ,
- clip ,
- crop ,
- trim ,
- lop ,
- dress ,
- prune ,
- cut back
2. Καλλιεργήστε, τείνετε και περιορίστε την ανάπτυξη
- "Φόρεμα τα φυτά στον κήπο"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- κλιπ ,
- καλλιέργεια ,
- τελειώματα ,
- λουξ ,
- φόρεμα ,
- παναθηναϊκός ,
- κόβω