Translation meaning & definition of the word "sniffle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μυρμήγκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sniffle
[Μυρωδιά]/snɪfəl/
noun
1. The act of breathing heavily through the nose (as when the nose is congested)
- synonym:
- snuffle ,
- sniffle ,
- snivel
1. Η πράξη της αναπνοής σε μεγάλο βαθμό μέσω της μύτης (α όταν η μύτη είναι συμφόρηση)
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- παραπονιέμαι
verb
1. Cry or whine with snuffling
- "Stop snivelling--you got yourself into this mess!"
- synonym:
- snivel ,
- sniffle ,
- blubber ,
- blub ,
- snuffle
1. Κλάψτε ή κλαψουρίστε με το τσίμπημα
- "Σταματήστε να παίρνετε τον εαυτό σας σε αυτό το χάος!"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ανακατώνω ,
- λαμπερός ,
- ανατρίχια
2. Inhale audibly through the nose
- "The sick student was sniffling in the back row"
- synonym:
- sniff ,
- sniffle
2. Εισπνεύστε ακουστικά μέσω της μύτης
- "Ο άρρωστος μαθητής είχε ανατριχιαστεί στην πίσω σειρά"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- ανακατώνω