Translation meaning & definition of the word "sniffer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναφέρεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sniffer
[Μυστικός]/snɪfər/
noun
1. A person who sniffs
- synonym:
- sniffer
1. Ένα άτομο που μυρίζει
- συνώνυμο:
- αποφλοιωτήσ