Translation meaning & definition of the word "sniff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μυθιστόρημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sniff
[Μυρωδιά]/snɪf/
noun
1. Sensing an odor by inhaling through the nose
- synonym:
- sniff ,
- snuff
1. Ανιχνεύοντας μια οσμή εισπνέοντας μέσω της μύτης
- συνώνυμο:
- αποφεύγω
verb
1. Perceive by inhaling through the nose
- "Sniff the perfume"
- synonym:
- sniff ,
- whiff
1. Αντιλαμβάνεται με την εισπνοή μέσω της μύτης
- "Αποφύγετε το άρωμα"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- παραπονιέμαι
2. Inhale audibly through the nose
- "The sick student was sniffling in the back row"
- synonym:
- sniff ,
- sniffle
2. Εισπνεύστε ακουστικά μέσω της μύτης
- "Ο άρρωστος μαθητής είχε ανατριχιαστεί στην πίσω σειρά"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- ανακατώνω