Translation meaning & definition of the word "snide" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νύφη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snide
[Φωνάζω]/snaɪd/
adjective
1. Expressive of contempt
- "Curled his lip in a supercilious smile"
- "Spoke in a sneering jeering manner"
- "Makes many a sharp comparison but never a mean or snide one"
- synonym:
- supercilious ,
- sneering ,
- snide
1. Εκφράζοντας την περιφρόνηση
- "Τύλιξε το χείλος του σε ένα προληπτικό χαμόγελο"
- "Γλίστρησε με έναν χλευαστικό τρόπο"
- "Κάνει πολλές μια απότομη σύγκριση, αλλά ποτέ μια μέση ή επιστρέψει ένα"
- συνώνυμο:
- προληπτικόσ ,
- παραπονιέμαι ,
- αποφεύγω