Translation meaning & definition of the word "sneer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποφλοίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sneer
[Χλευαστήσ]/snɪr/
noun
1. A facial expression of contempt or scorn
- The upper lip curls
- synonym:
- sneer ,
- leer
1. Μια έκφραση περιφρόνησης ή περιφρόνησης προσώπου
- Το άνω χείλος μπούκλες
- συνώνυμο:
- πτερυγιόπαπια ,
- λιερ
2. A contemptuous or scornful remark
- synonym:
- sneer
2. Ένα περιφρονητικό ή περιφρονητικό σχόλιο
- συνώνυμο:
- πτερυγιόπαπια
verb
1. Express through a scornful smile
- "She sneered her contempt"
- synonym:
- sneer
1. Εκφράστε μέσα από ένα περιφρονητικό χαμόγελο
- "Χλεύασε την περιφρόνησή της"
- συνώνυμο:
- πτερυγιόπαπια
2. Smile contemptuously
- "She sneered at her little sister's efforts to play the song on the piano"
- synonym:
- sneer
2. Χαμογελάστε περιφρονητικά
- "Αυτή χλεύασε τις προσπάθειες της μικρής αδελφής της να παίξει το τραγούδι στο πιάνο"
- συνώνυμο:
- πτερυγιόπαπια