Translation meaning & definition of the word "sneaky" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "γλοιώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sneaky
[Γλοιώδησ]/sniki/
adjective
1. Marked by deception
- "Achieved success in business only by underhand methods"
- synonym:
- sneaky ,
- underhand ,
- underhanded
1. Χαρακτηρίζεται από εξαπάτηση
- "Επιτυχία στις επιχειρήσεις μόνο με μεθόδους που δεν είναι χειροκίνητες"
- συνώνυμο:
- απαίσιοσ ,
- υποταγμένοσ ,
- ανεξάρτητοσ
2. Marked by quiet and caution and secrecy
- Taking pains to avoid being observed
- "A furtive manner"
- "A sneak attack"
- "Stealthy footsteps"
- "A surreptitious glance at his watch"
- synonym:
- furtive ,
- sneak(a) ,
- sneaky ,
- stealthy ,
- surreptitious
2. Χαρακτηρίζεται από ησυχία και προσοχή και μυστικότητα
- Πόνοι για να αποφύγετε να παρατηρηθείτε
- "Ένας παραπλανητικός τρόπος"
- "Μια γλιστερή επίθεση"
- "Απίθανα βήματα"
- "Μια κρυφή ματιά στο ρολόι του"
- συνώνυμο:
- παρασυρόμενοσ ,
- φλακρός( ,
- απαίσιοσ ,
- απόκρυφοσ ,
- απατηλόσ