Translation meaning & definition of the word "sneaker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποπλάνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sneaker
[Απονεμητήσ]/snikər/
noun
1. A canvas shoe with a pliable rubber sole
- synonym:
- gym shoe ,
- sneaker ,
- tennis shoe
1. Ένα παπούτσι καμβά με εύκαμπτη σόλα από καουτσούκ
- συνώνυμο:
- παπούτσι γυμναστικής ,
- παπούτσι ,
- παπούτσι τένις
2. Someone acting as an informer or decoy for the police
- synonym:
- fink ,
- snitch ,
- snitcher ,
- stoolpigeon ,
- stool pigeon ,
- stoolie ,
- sneak ,
- sneaker ,
- canary
2. Κάποιος που ενεργεί ως πληροφοριοδότης ή ντεκόρ για την αστυνομία
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- αποκοπή ,
- αποφεύγων ,
- σκαμπόπετρο ,
- περιστέρι σκαμνί ,
- σκαμνί ,
- παπούτσι ,
- καναρίνι