Translation meaning & definition of the word "sneak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνάθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sneak
[Γλιστρήσει]/snik/
noun
1. A person who is regarded as underhanded and furtive and contemptible
- synonym:
- sneak
1. Ένα πρόσωπο που θεωρείται ανεξέλεγκτο και παρακινδυνευμένο και περιφρονητικό
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
2. Someone who prowls or sneaks about
- Usually with unlawful intentions
- synonym:
- prowler ,
- sneak ,
- stalker
2. Κάποιος που γλιστράει ή γλιστράει
- Συνήθως με παράνομες προθέσεις
- συνώνυμο:
- προπυλότητα ,
- παραπονιέμαι ,
- καταδιώκων
3. Someone acting as an informer or decoy for the police
- synonym:
- fink ,
- snitch ,
- snitcher ,
- stoolpigeon ,
- stool pigeon ,
- stoolie ,
- sneak ,
- sneaker ,
- canary
3. Κάποιος που ενεργεί ως πληροφοριοδότης ή ντεκόρ για την αστυνομία
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- αποκοπή ,
- αποφεύγων ,
- σκαμπόπετρο ,
- περιστέρι σκαμνί ,
- σκαμνί ,
- παπούτσι ,
- καναρίνι
verb
1. To go stealthily or furtively
- "..stead of sneaking around spying on the neighbor's house"
- synonym:
- sneak ,
- mouse ,
- creep ,
- pussyfoot
1. Να πάει μυστικά ή επιθετικά
- "..αντί να γλιστράει γύρω από την κατασκοπεία στο σπίτι του γείτονα"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ποντίκι ,
- σέρνω ,
- παπαγάλοσ
2. Put, bring, or take in a secretive or furtive manner
- "Sneak a look"
- "Sneak a cigarette"
- synonym:
- sneak
2. Βάλτε, φέρτε ή πάρτε μυστικοπαθής ή παρασυρόμενος τρόπος
- "Ξέρνα μια ματιά"
- "Ξεφύγετε ένα τσιγάρο"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
3. Make off with belongings of others
- synonym:
- pilfer ,
- cabbage ,
- purloin ,
- pinch ,
- abstract ,
- snarf ,
- swipe ,
- hook ,
- sneak ,
- filch ,
- nobble ,
- lift
3. Απομακρύνετε τα υπάρχοντα των άλλων
- συνώνυμο:
- πιλφ ,
- λάχανο ,
- πορλό ,
- τσίμπημα ,
- αφηρημένοσ ,
- αποφλοιωμένοσ ,
- σύρω ,
- γάντζος ,
- παραπονιέμαι ,
- φιλτ ,
- ευγενήσ ,
- ανυψωτήρας
4. Pass on stealthily
- "He slipped me the key when nobody was looking"
- synonym:
- slip ,
- sneak
4. Περνάω μυστικά
- "Μου γλίστρησε το κλειδί όταν κανείς δεν κοιτούσε"
- συνώνυμο:
- λασπώνω ,
- παραπονιέμαι
adjective
1. Marked by quiet and caution and secrecy
- Taking pains to avoid being observed
- "A furtive manner"
- "A sneak attack"
- "Stealthy footsteps"
- "A surreptitious glance at his watch"
- synonym:
- furtive ,
- sneak(a) ,
- sneaky ,
- stealthy ,
- surreptitious
1. Χαρακτηρίζεται από ησυχία και προσοχή και μυστικότητα
- Πόνοι για να αποφύγετε να παρατηρηθείτε
- "Ένας παραπλανητικός τρόπος"
- "Μια γλιστερή επίθεση"
- "Απίθανα βήματα"
- "Μια κρυφή ματιά στο ρολόι του"
- συνώνυμο:
- παρασυρόμενοσ ,
- φλακρός( ,
- απαίσιοσ ,
- απόκρυφοσ ,
- απατηλόσ
Examples of using
Don't sneak up on people.
Μην γλιστράτε στους ανθρώπους.
Don't sneak out of the concert!
Μην γλιστράτε έξω από τη συναυλία!