Translation meaning & definition of the word "snatcher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεκροταφείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Snatcher
[Γευσιγνώστησ]/snæʧər/
noun
1. A thief who grabs and runs
- "A purse snatcher"
- synonym:
- snatcher
1. Ένας κλέφτης που αρπάζει και τρέχει
- "Ένα πορτοφόλι τσαντάκι"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
2. Someone who unlawfully seizes and detains a victim (usually for ransom)
- synonym:
- kidnapper ,
- kidnaper ,
- abductor ,
- snatcher
2. Κάποιος που καταλαμβάνει παράνομα και παρακρατεί ένα θύμα (συνήθως για λύτρα)
- συνώνυμο:
- απαγωγέασ ,
- παραπονιέμαι